Ο Αββάς Ισαάκ είχε γίνει γνωστός για την αγιότητά του. Πολλοί μοναχοί και λαϊκοί τον επισκέπτονταν για να πάρουν λόγο παρηγοριάς και καθοδήγησης.
Κάποια μέρα ήρθε σε αυτόν ένας άνθρωπος βουτηγμένος
στις αμαρτίες. Είχε ζήσει όλη του τη ζωή με αδικίες, σαρκικά πάθη και βία. Ήταν
πια γέρος και γεμάτος τύψεις. Έκλαιγε και έλεγε:
– Αββά, δεν υπάρχει σωτηρία για μένα. Έζησα σαν
θηρίο. Δεν αξίζω ούτε να κοιτάξω προς τον ουρανό.
Ο Αββάς τον κοίταξε με πόνο και του είπε:
– Πες μου, παιδί μου, εάν ένα ρούχο λερωθεί πολύ, το
πετάμε ή το πλένουμε;
– Το πλένουμε, Αββά, απάντησε ο άνδρας.
– Έτσι και η ψυχή σου. Λερώθηκε, ναι. Μα δεν πέθανε.
Ο Χριστός δεν πέθανε για τους καθαρούς, αλλά για τους αμαρτωλούς. Και το αίμα
Του καθαρίζει πολύ καλύτερα από κάθε νερό.
Ο άνδρας έπεσε στα γόνατα και έκλαιγε με λυγμούς.
Ο Αββάς τον κράτησε κοντά του, του έδωσε ξανά
ελπίδα, και εκείνος, μέχρι τον θάνατό του, ζούσε με μετάνοια και προσευχή. Και
λένε ότι κοιμήθηκε με χαμόγελο και ειρήνη, σαν παιδί που γύρισε στο σπίτι του.
Ο Αββάς Ισαάκ έλεγε μετά στους αδελφούς:
– Μην απελπίζεστε ποτέ για καμία ψυχή. Ο Θεός δεν
σιχαίνεται κανέναν. Μόνο ζητά έναν αναστεναγμό από καρδιάς, και τότε ανοίγει
τον ουρανό.
Γεροντικό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας εδώ