Ο Όσιος Κυριακός γεννήθηκε τό 448 στήν Κόρινθο. Ὁ πατέρας του Ἰωάννης ἦταν ἱερέας στήν ἐκκλησία τῆς Κορίνθου. Ἀδελφός τῆς μητέρας του Εὐδοξίας, ἦταν ὁ Πέτρος ἐπίσκοπος Κορίνθου.
Μεγαλωμένος μέσα σὲ ἱερατική οἰκογένεια, ἄρχισε ἀπό μικρός νά ξεχωρίζει ἀπό τά ἄλλα παιδιά τῆς ἡλικίας του. Ἔτρεφε ἰδιαίτερο ζῆλο στά ἱερά γράμματα γι’ αὐτό καί μελετοῦσε καθημερινά τίς Ἅγιες Γραφὲς. Ὁ θεῖος του τόν χειροθέτησε ἀναγνώστη.
Κάποια Κυριακή στήν Ἐκκλησία ἄκουσε τά λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, πού σημάδεψαν τή ζωή του·
«Ὅποιος θέλει νά γίνει μαθητής μου, ἄς ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό του, ἄς σηκώσει τό σταυρό του κι ἄς μέ ἀκολουθήσει».
Ἐκείνη τήν ἡμέρα ἀποχαιρέτησε γιά πάντα τούς γονεῖς καί τούς φίλους του κι ἔφυγε γιά τά Ἱεροσόλυμα. Ἦταν τότε μόλις 18 ἐτῶν.
Ἀρχή τῆς μοναχικῆς ζωῆς
Ὅταν ὁ Κυριακός ἔφτασε στά Ἱεροσόλυμα συνάντησε πρῶτα τόν μέγα Εὐστόργιο.
Στή συνέχεια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τόν ὁδήγησε στόν Μέγα ἀσκητή τῆς ἐρήμου, τόν ἅγιο Εὐθύμιο, ὅπου ἔγινε δεκτός μὲ μεγάλη χαρά. Ἀφοῦ ἀξιώθηκε νά λάβει ἀπόν Μέγα Εὐθύμιο τό μοναχικό σχῆμα, τόν ἔστειλε στόν Ὅσιο Γεράσιμο τόν Ἰορδανίτη. Αὐτός τοῦ ἀνέθεσε διακονία στό μαγειρεῖο, ὅπου ὁ Κυριακός ὑπηρετοῦσε πρόθυμα τούς ἀδελφούς.
Μαθητεία στόν ὅσιο Γεράσιμο
Ὅ Ὅσιος Γεράσιμος κάθε χρόνο, τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, συνήθιζε νά πηγαίνει στήν ἔρημο τοῦ Ρουβᾶ, γιά περισσότερη ἄσκηση καί προσευχή. Αὐτή τή φορά πῆρε μαζί του καί τόν Κυριακό, γιατί τόν εἶχε ἀγαπήσει πολύ γιά τήν ὑπακοή καί τήν ταπείνωσή του· τόν εἶχε σύντροφο στούς ἀγῶνες καί στίς προσευχές του. Κάθε Κυριακή μέχρι τήν ἑορτή τῶν Βαΐων, ὁ μέγας Εὐθύμιος μετέφερε στήν ἔρημο τά Ἄχραντα μυστήρια, γιά νά τούς κοινωνήσει.
Στό ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης
Λίγα χρόνια ἀργότερα, ὅταν ἔγινε 27 ἐτῶν, ἀναπαύτηκε ὁ ὅσιος Γεράσιμος, ὁ πνευματικός του ὁδηγός καί πατέρας. Τότε ἐπέστρεψε στή Λαύρα τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου, καί στή συνέχεια πῆγε τότε στή Μονή τοῦ Σουκᾶ. Ἐκεῖ ὑπηρέτησε σὲ πολλά διακονήματα, φανερώνοντας τήν ἀπεριόριστη ὑπομονή καί τήν μεγάλη ταπείνωσή του. Σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν χειροτονήθηκε ἱερέας καί διακόνησε στή Μονή ἐκείνη πενῆντα ὁλόκληρα χρόνια.
Ἀναχωρητής τῆς ἐρήμου
Ὁ πόθος του γιά περισσότερη ἄσκηση καί ἡσυχία τόν ἔκανε νά φύγει ἀπό τήν μονή, ὅταν ἦταν ἤδη 77 ἐτῶν. Γιά εἰκοσιπέντε χρόνια παρέμεινε ἀσκητεύοντας στήν ἔρημο· συνεχῶς ὅμως ἄλλαζε μέρη, γιατί οἱ ἄνθρωποι δὲν τόν ἄφηναν νά ἡσυχάζει καί νά προσεύχεται ἀνενόχλητος στό Θεό. Κι ἐπειδή συνεχῶς ἀναχωροῦσε ἀπό τόπο σέ τόπο, ὀνομάστηκε Ἀναχωρητής.
Τό τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του
Παρόλο πού ἔφτασε σὲ βαθειά γηρατειά, ποτέ δὲν ἔλλειψε ἀπό τίς ἀκολουθίες· ποτὲ δὲ σταμάτησε νά διακονεῖ καί νά ὑπηρετεῖ τούς ἀδελφούς. Τά δυό τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, τά πέρασε στό σπήλαιο τοῦ ἁγίου Χαρίτωνος.
Λίγες μέρες μόνο κράτησε ἡ ἀσθένεια τοῦ σώματός του. Ὁ Θεός τόν ἀξίωσε γιά τήν ἀσκητική ζωή του, νά διατηρήσει σ’ ὅλη του τή ζωή ἕνα ὑγιαίστατο σῶμα, μέχρι τό θάνατό του.
Παρέδωσε δέ τή ψυχή του στό Θεό, σὲ ἡλικία 108 ἐτῶν.
Απολυτίκιο. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Χριστώ ηκολούθησας, καταλιπών τα της γης, και βίον ισάγγελον, επολιτεύσω σαφώς, ως άσαρκος Όσιε, συ γαρ εν ταις ερήμοις, προσχωρών θείω πόθω, σκίλλη πίκρα την πάλαι, πικράν γεύσιν απώσω. Διό Κυριακέ θεοφόρε, αξίως δεδόξασαι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφαγισθέντος .
Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι ἄγγελος, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατὴρ ἡμῶν Κυριακέ· νηστείᾳ ἀγρυπνίᾳ προσευχῇ, οὐράνια χαρίσματα λαβών, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ιάματα.
Πηγή: http://news.karpasha.com/